- θλιβερός
- και χλιβερός -ή, -ό (Μ θλιβερός, -ά, -όν)(νεοελλ.-μσν.)1. αυτός που προκαλεί ψυχική θλίψη, λυπηρός, οδυνηρός, δυσάρεστος («θλιβερό άγγελμα»)2. δύστυχος, ταλαίπωρος, άθλιος, αξιολύπητος, κακόμοιρος («κι άψυχα τ' άφησε τα θλιβερά», Σολωμ.)3. αυτός που είναι στερημένος από κάθε χαρά («είναι θλιβερός άνθρωπος»)4. (για λόγο, όψη, στάση, βλέμμα κ.λπ.) αυτός που φανερώνει θλίψη και πικρία, θλιμμένος, λυπημένοςμσν.1. αυτός που έχει συμπιεστεί, συμπιεσμένος, συνθλιμμένος, στενός2. καταπιεστικός, καταθλιπτικός.επίρρ...θλιβερώς και θλιβεράμε τρόπο θλιβερό, με θλίψη, λυπημένα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θλίβω + επίθημα -ερός (πρβλ. ζοφ-ερός, τρυφ-ερός)].
Dictionary of Greek. 2013.